πυροφόρος

πυροφόρος
(pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών Ινδιάνων τα χρησιμοποιούν για τη διακόσμησή τους, γιατί και αποξηραμένα διατηρούν για ένα διάστημα, τη φωσφορούχα λάμψη τους.
* * *
(I)
-α, -ο / πυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
βλ. πυρφόρος (Ι).
————————
(II)
-ον, ΜΑ, και πυρηφόρος, -ον, Α
1. (για χώρες ή εδαφικές εκτάσεις) αυτός που παράγει σιτάρι, σιτοφόρος, σιτοπαραγωγός («ἀρούρης πυροφόροιο», Ομ. Ιλ.),
2. φρ. «ἀὴρ πυροφόρος» — αέρας που συντελεί στην αύξηση τού σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. γαλακτο-φόρος, σιτο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυροφόρος — πυροφόρος, α, ο και πυρφόρος, α, ο αυτός που έχει ή παράγει φωτιά: Πυροφόρα σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυροφόρος — πῡροφόρος , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροφορώ — (I) έω, Α [πυροφόρος (Ι)] είμαι πυροφόρος, είμαι ιερέας υπεύθυνος για τη διατήρηση τής ιερής για τις θυσίες φωτιάς («πυροφορήσας Ἀσκληπιοῡ», επιγρ.). (II) έω, Α [πυροφόρος (II)] (για χώρα ή εδαφική έκταση) φέρω, δηλαδή παράγω, σιτάρι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρον — πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles masc/fem acc sg πῡροφόρον , πυροφόρος inflammatory missiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛА —    • Gela,          ˝Γέλα, город на южном берегу Сицилии, на реке того же имени (ныне Fiume Oliva), основанный вместе Антифемом из Линдоса на острове Родосе и Ентимом из Криты (690 или 689 г. до Р. X.) и, следовательно, державшийся дорических… …   Реальный словарь классических древностей

  • PYRASUS — vir Troianus, ab Aiace bellô interfectus. Homerus. Item urbs Phthiae Stephano sic dicta, quod regio sit πυροφόρος, i. e. tritici ferax …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • πουροφόρος — ο, Α βλ. πυροφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”